Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΕΠΤΩΧΕΥΣΑΝ…



Pink Floud Comfortably Numb

Ένα μικρό διήγημα του Βουνίσιου Ακτιβιστή

Από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμάμαι μία τραγική φιγούρα ανθρώπου που τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης εκείνης με μία τεράστια σακούλα στο χέρι. Κινείται ακόμη και σήμερα σαν σκιά στο μισοσκόταδο καθώς δύει ο ήλιος στον ορίζοντα της ζωής του. Ήταν ο άνθρωπος του λεγόμενου στερεότυπου «αλήτη του κοινωνικού περιθωρίου». Αυτός που υποτιμητικά μέσα από τα κοινωνικά σαλόνια μας τον αποκαλούμε «αλήτη». Δίχως να μπούμε στον κόπο να ψάξουμε τι προέκυψε στην ζωή του και κατάντησε σήμερα να τον αποκαλούν υποτιμητικά και επιφανειακά «αλήτη» κρίνοντας πάντα από την όψη του, την ρηχή θεώρηση των πραγμάτων που προσπερνάμε παγερά αδιάφοροι την ζωή μας

Συχνάζει στα παγκάκια , στα πάρκα, στα σοκάκια, στο περιθώριο του τίποτα , της μοναξιάς , της αποξένωσης , της θλίψης και της απόγνωσης. Ο «άθλιος» της εποχής μας τα μεσημέρια μόλις τελειώνει η λαϊκή αγορά περιμαζεύει ότι πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων .. Μόνος τριγυρνάει στην πόλη με συντροφιά τους αδέσποτους σκύλους , τις κατσαρίδες, τα τρωκτικά του υπονόμου. Με μία διαφορά ότι όλα αυτά τα ζωντανά πλάσματα ξετρυπώνουν από κάπου. Αυτός ο «αλήτης» με την άθλια όψη ερχόταν από την σιωπή, την ερημιά και πορεύεται προς το χάος της ασκεπούς καλύβας του. Ζούσε σαν τον φτωχό Λάζαρο της παραβολής από την Καινή Διαθήκη , γεμάτος πληγές στο σώμα του περιμένοντας λίγα ψίχουλα να πέσουν από το τραπέζι των πλουσίων για απαλύνει τους αφόρητους πόνους στο στομάχι , να ξεδιψάσει την ψυχή του, να επουλώσει τις αμέτρητες πληγές του. Δεν είχε ανθρώπους δίπλα του. Αξύριστος, άπλυτος, ρυπαρός, ρακένδυτος τριγυρνούσε στους δρόμους δίχως να νοιάζεται για το μέλλον, δίχως κανείς να λυπάται για αυτόν.. Σαν τον κυνικό Διογένη με ένα φανάρι στο χέρι ,από την αρχαιοελληνική γραμματεία, ζούσε στο φτωχικό πιθάρι του., στην ετοιμόρροπη κατοικία του.

Περίεργος σαν ήμουνα , έψαξα ,ρώτησα, έμαθα για την τραγωδία του ανθρώπου αυτού. Έμπορος ήταν κάποτε , ζούσε άνετα, χαρούμενα , με δικό του σπίτι, οικογένεια, με το εργαστήρι, με το γραφείο , με προϊόντα στα ράφια , με την φανταχτερή βιτρίνα στην πρόσοψη του καταστήματός του. Δεν γνώριζε τι θα πεί διαφθορά ή ατιμία. Γνώριζε μόνο την εργατικότητα, την αξιοπρέπεια στην τίμια ζωή του. Στην όψη του καταστήματος είχε με μεγάλα καλλιτεχνικά γράμματα μία τεράστια επιγραφή με το όνομά του. Είχε και ένα «εξοχικό» πατρικό σπίτι στο βουνό όπου πήγαινε που και που για να ξεκουραστεί από τις σκοτούρες.

Μα ξαφνικά η γή ταρακουνήθηκε συθέμελα κάτω από τα πόδια του και από τα όσα είχε έπεσε όχι στα λίγα αλλά στο ΜΗΔΕΝ. Τότε όλοι γύρω του τον εγκαταλείψαν όπως εγκαταλείπουν τα όρνεα το λεηλατημένο θήραμά τους. Έχασε ότι είχε και δεν είχε. Περιουσία, μαγαζί, οικογένεια και …«φίλους». Τότε κατάλαβε «πολλά» για «πολλούς» .Άνοιξαν τα «μάτια της ψυχής» του και είδε ξεκάθαρα τον σκοτεινό ορίζοντα της νύχτας. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» .Έπεσε η δρύς η περήφανη. Έπεσε ο επιβλητικός κυρίαρχος των αιθέρων, ο σύντροφος του Δία .Ο αϊτός εκείνος έχανε μέρα με την μέρα την δύναμη και τα φτερά του . Έπεσε από τον Όλυμπο όπου είχε φτιάξει την φωλιά του στα κοφτερά σαν λεπίδες βράχια. Σωριάστηκε στο χώμα σπαράζοντας για λίγη βοήθεια. Μάταια. Η φύση ήταν αμείλικτη.. Τότε ως «δια μαγείας» τραβήχτηκαν οι πάντες από κοντά του. Λίγες πόρτες άνοιγαν για να του δώσουν λίγη ελπίδα . Τον παράτησαν τραυματισμένο να ακολουθήσει τον μαρτυρικό Γολγοθά της ζωής του. Ήρθε και η επάρατη αρρώστια να τρώει βασανιστικά τα σωθικά του ενώ αυτός ήταν αλυσοδεμένος ψηλά στον Καύκασο σαν τον μυθικό Προμηθέα. Βυθισμένος στην σκληρή μοναξιά του επόναγε εν τη ερήμω. Στην ανηφόρα του Γολγοθά έχασε και τους υπέργηρους γονείς του , έχανε κάθε ψίχουλο ελπίδας …

Σήμερα από ότι έμαθα γυρνάει σαν «αλήτης» στην μακρινή πόλη εκείνη. Μονάχος στην πολύβουη μοναξιά της τσιμεντούπολης ωσάν «ζωντανός νεκρός», ωσάν ένα «φάντασμα» τριγυρνάει ανάμεσα από τους παγερούς ανθρώπους και τα άψυχα μεγαλοπρεπή κτίρια. Περνάει από το παλιό μελίσσι της δουλειάς του, το μαγαζάκι του και δακρύζει. Ανυψώθηκε σαν αδιαπέραστο τείχος ένα γιγάντιο εμπορικό κέντρο με πολυεθνικά υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στο ισόγειο. Ψάχνει διαρκώς σαν τον «αλήτη» στον σκουπιδοτενεκέ της κοινωνίας μας εάν κάποιος πέταξε από οίκτο ή ανθρωπιά εκεί μέσα κανένα πιάτο αξιοπρέπειας, κανένα ίχνος ανθρωπιάς , καμία αχτίδα ελπίδας .Καπνίζει κάνοντας τράκα από τους περαστικούς , κάποιο τσιγάρο που του δίνουν που όσο και εάν δεν το γουστάρει άλλο τόσο είναι αναγκασμένος να το καπνίσει .

Αναρωτιέμαι κάθε φορά που τον βλέπω.. Τι τα θέλουμε τα ταξίδια στο φεγγάρι, τους λαμπερούς πύργους, τους φανταχτερούς διαγωνισμούς, τα πλουμιστά πανηγύρια όταν εδώ δίπλα μας υπάρχουν σύγχρονοι «άθλιοι αλήτες και Ιαβέρηδες » του Βίκτωρος Ουγκώ;

Θα του στείλω αυτές τις σκέψεις για να γνωρίζει μέσα στο σκοτεινό κόσμο των μηχανών, των κομπιούτερς , της μοναδικής λογικής των αριθμών , ότι υπάρχουν ακόμη κάποιοι που ακόμη τον σκέφτονται καθώς ζεί λησμονημένος μέσα στο περιθώριο , στον ζωντανό τάφο της δυστυχίας του. ¨Όπως κάνω άλλωστε κάθε φορά που συναντώ παρόμοιους «αλήτες» στους δρόμους, στα στενά, στις πλατείες και στους πεζοδρόμους.

Θα στείλω τις σκέψεις αυτές και στους συνανθρώπους μου που στρογγυλοκάθονται σαν «πασάδες» στα καθαρά σαλόνια της κοινωνίας μας για να ξαναθυμηθούν τα λόγια του Κυρίου «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν…».
Συνεχίζει να βρέχει τις μελαγχολικές νότες του ο Ιούνιος στην πόλη...Απο το Ρ/Σ Βουνίσιος Ακτιβιστής επέλεξα για σήμερα ένα παλιό τραγούδι των 70s ερμηνευμένο απο τον Ρόμπερτ Γουίλιαμς..Αναμνήσεις μίας μακρυνής εποχής που ταξιδεύουν νοσταλγικά σαν τους αργυροπελεκάνους που αντίκρυσα σήμερα το πρωί πάνω απο το Ανταρτικό..

Πήγα να συνατήσω τον άνθρωπο αυτόν που εσείς τον αποκαλείτε "αλήτη".Έψαξα στο στέκι του. Εκεί στην γωνία της πλατείας καθόταν κουρνιασμένος σάν ξεπαγιασμένο καναρίνι και έψαχνε κάποιος άνθρωπος να τον βοηθήσει. Τελευταία φορά τον είχα συναντήσει , μετά απο πολλά χρόνια ήταν ακριβώς πρίν δύο
χρόνια , στο ίδιο σημείο της πλατείας . Είδα το φώς στην καλύβα του αναμμένο .Είπα να μην τον ενοχλήσω αργά μεσάνυχτα σάν ήταν, αρκετά βάσανα είχε.Την επομένη μου είπαν ότι αναχώρησε απο την πόλη .Αναχώρησε για πάντα με εκείνο το τραίνο΄που δέν έχει επιστροφή....

.Αυτός έφυγε πολύ μακριά μας σάν τα περιστέρια τα λευκά σάν την ψυχή του.... Δέν πρόλαβα να του μιλήσω, να του χαρίσω λίγη ζεστασιά στον παγετώνα, να του
απαλύνω τις πληγές που τρώγαν τα σωθικά του. Είχα αργήσει ....Μόνο οι φωτογραφίες του έμειναν στο καλύβι του να μου θυμίζουν τα ταπεινά χνάρια στην άμμο της βασανισμένης ζωής του. Φέτος δέν θα δεί τις ανθισμένες φλαμουριές να πλυμμηρίζουν με το άρωμά τους τις νύχτες του Ιουνίου .Μείναν οι ιαβέρηδες και τα όρνεα στην σαπισμένη μας κοινωνία

Για αυτόν ήρθε ο εκείνος ο κατάμαυρος θεριστής για να τον πάρει μαζί του,
όπως συλλέγει τα χρυσά στάχια απο τα χωράφια Να τον πάρει μακριά μας για να μήν βασανίζεται απο τον πόνο και απο τους άψυχους ανάλγητους ανθρώπους μακριά για πάντα απο κοντα μας΄....Ο "αλήτης" εκείνος έφυγε, μόνος ξεχασμένος βασανισμένος, ταλαιπωρισμένος, τρέμοντας στην κυριολεξία απο τον πυρετό και τους αφόρητους πόνους Έλιωνε μέρα με την ημέρα σάν το κερί που άναψα στο Σταυρό σήμερα για εκείνον ...Θα ησυχάσει μακριά απο τους πάντες μονάχος Μέχρι την τελευταία στιγμή δέν είχε κανέναν κοντα του ...Ελάχιστοι καλοί άνθρωποι ενδιαφερθήκαν να μάθουν τι κάνει μα τον βρήκαν νεκρό τρείς ημέρες μετά σε αποσύνθεση....

.Ο "αλήτης" εκείνος, ο φτωχός Λάζαρος της Παραβολής ,πέθανε ολόμόναχος.....