Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Σε ένα μπάρ του Τορόντο..


Ο πολυταξιδευμένος Μιχάλης , το πιό παρεξηγημένο άτομο της χαράδρας, μου εξιστόρησε μία πολύ ενδιαφέρουσα προσλαμβάνουσα παράσταση όταν πρίν χρόνια, είχε πάει μετανάστης  στον Καναδά  για να δουλέψει σε συγγενείς του.Μου είπε λοιπόν..
" Ένα Σαββατοβραδο που είχα ρεπό απο την λάντζα πήγα όπως συνήθιζα στην Ελλάδα σε μία καφετερία. . Coffe bar εγραφε η επιγραφή και μπήκα. Ψάχνοντας τραπέζι να καθήσω παρατήρησα ότι σε όλα τα τραπέζια καθόντουσαν μοναχικοί θαμώνες ,χωρίς παρέα δίπλα τους .Κάθε τραπέζι και απο έναν θαμώνα.¨Ολοι είχαν απο ένα βιβλίο ή μία εφημερίδα μπροστά τους και διαβάζαν, διαβάζαν, διάβαζαν . Άχνα δέν ακούγονταν παρα μόνο μία μουσική υπόκρουση απο τα ηχεία ενός τζούκ μπόξ .Μουσική κάτι σάν μπλούζ του νότου.Λές και είχα μπεί βουνίσιε σε κανένα νεκροταφείο, σε κανένα καφενείο όπου κάμναν μνημόσυνο, σιγή ιχθύων επικρατούσε.
Όταν ήρθε η σερβιτόρα παράγγειλα ένα καφέ (σκέτο "ξέπλυμα" ήταν , σάν αυτους τους "γαλλικούς καφέδες" χωρίς ζάχαρη που έχουν στα μπάρ της χαράδρας ).Καθώς ανακάτευα τον καφέ με κάτι σαν κινέζινο ξυλαράκι, ένιωθα ότι συμμετείχα σε κανένα μνημόσυνο ή κηδεία. Τέτοια βουβαμάρα άλλο πράγμα σου λέω. Ρε που βρέθηκα είπα στον εαυτό μου. Αναπολούσα την βαβούρα ακόμη την λογοδιάρροια ακόμη και το κουτσομπολιό που επικρατεί στα καφενεία στην πατρίδα. ¨Αρε Ελλάδα όπου και να πάω είσαι στην καρδιά μου με τα ωραία αλλα και με τα στραβά και ανάποδα , μουρμούρησα απο μέσα μου....
Καθώς άλλαζαν τα μπλούζ του νότου στο τζούκ μπόξ το ένα με το άλλο , έσπασε την σιωπή ένα καμπανάκι που είχαν κρεμασμένο πάνω απο την πόρτα σάν έμπαινε στο κατάστημα νέος πελάτης. Μου θύμηζε τα κουδούνια που κρεμάγαμε στα γελάδια του χωριού μου Ηχούσαν σάν τραγούδι καθώς τα αναπολούσα στο μυαλό μου, εκεί στα ξένα.

Ο πελάτης κάθισε στο διπλανό τραπέζι. Με σπαστά αμερικάνικα παράγγειλε ένα ποτό. Λίγο απο διαίσθηση λίγο απο την προφορά του ένιωθα περιέργα . Άν και με συμβούλεψε ο συγγενής μου, μετανάστης χρόνια στον Καναδά ,να μήν μιλάω με όσους συναντώ , εκείνο το "τσιμπούρι της περιέργειας" με έτρωγε να ρωτήσω απο πού είναι .
-Γουέαρ γιου φρομ το ρώτησα με σπαστά αμερικάνικα. 
-Φρομ γκρίς ,φρομ κρετα μιστερ απάντησε.
-Πατριωτάκι κι εγώ είμαι απο Ελλάδα απο την Μακεδονία !!.
Και τι δέν είπαμε στην συνέχεια. Μόνο εμείς ακουγόμασταν έκεί μέσα και το ηχείο του τζούκ μπόξ.
Ολοι μας κοιτούσαν φανερά ενοχλημένοι. Περίεργα βλέμματα μας περιεργαζόντουσαν.Αδιαφορήσαμε και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε "φωναχτά".
Λίγο πρίν φύγει για το σπίτι του , εκεί στα προάστεια του Μπεντφορντ , περιέγραψα την απορία μου Γιατί όλοι ετούτοι σκυφτοί στα βιβλία και στις εφημερίδες τους δέν μιλάνε ,ούτε καν ψυθιριζουν μεταξύ τους  . Κοίτα μάικ είναι μεγάλη ιστορία μου είπε. Να εύχεσαι εσύ και εγω , όλοι εμείς οι έλληνες της διασποράς, να μήν καταντήσουμε σάν αυτούς. Είναι σάν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια , μιλάνε παρα μόνο όταν είναι προγραμματισμένα να μιλήσουν.Τί ώρα είναι τους ρωτάς και εάν δέν έχουν να κερδίσουν απο σένα τσιμουδιά δέν σου λέν Είναι αποξενωμένοι μεταξύ τους. Σε αυτό σίγουρα ξεχωρίζουμε εμείς αυτός ο ατίθασος λαός οι έλληνες. Τότε κατάλαβα ότι εκείνος ο τόπος ήταν "φυλακή" για μένα βουνίσιε.


Αφού είδα και αποείδα τα παράτησα όλα και γύρισα εδώ στην πανέμορφη χαράδρα. Σαν την πατρίδα, σάν την μάνα , πουθενά στον κόσμο δέν πρόκειται να συναντήσεις. Και για ένα άλλο λόγο ήρθα. Γιατί δέν ήθελα να καταντήσω ρομπότ στην ζωή μου κι άς ζώ ταπεινα και μίζερα ή με έχουν παρεξηγήσει οι πάντες."