Οι στρακαστρούκες έλαμψαν και άρχισε το άναμμα των φωτιών. Εκσυγχρονίστηκαν κι αυτές. Φορτηγά με έτοιμα κομμένα ξύλα την προχθεσινή ημέρα τα έβλεπα από την Αγία Κυριακή που ξεφόρτωναν. Πού εκείνες οι παλιές καλές ημέρες όπου πιτσιρικάδες ξημερώναμε μαζεύοντας και φυλάγοντας τα ξύλα και τα πουρνάρια όπου σέρναμε στις μικρές πλάτες μας ξεπαγιασμένοι μέσα σε χιόνια και βουνά? Η μόνη βοήθεια που είχαμε ήταν κάτι ξεπλυμένα ξινά κρασιά που μας χάριζε ο Δήμος. Σήμερα την εποχή της ευκολίας και της ..σπατάλης όλα τυποποιήθηκαν αρκεί να δέσει αρμονικά η φωτιά ως τουρίστικ χάπενιγκ στο μαζικό σκηνικό ευθυμίας και τήρησης της παράδοσης.Νιώθω και αυτή πάει για τουριστική εκμετάλευση .Πάει η γραφικότητα και η ιεροτελεστία … Αν δεν ήταν και αυτές οι ετοιματζίδικες ευκολίες ζήτημα να βλέπαμε εξαώροφες φωτιές στην πόλη .Μάλλον τίποτα βαρέλια με ξύλα θα έκαιγαν κάποιοι ρομαντικοί της παράδοσης θα βλέπαμε στις λαικές γειτονιές της πόλης . Παντού έλαμψε το περιττό σαν κάτι αναγκαίο αρκεί το σκηνικό να είναι άψογο και άς διαρκέσει λίγα εικοσιτετράωρα…Έβλεπα έναν φτωχό φίλο μου με την παρέα του να ψήνει λουκάνικα στα κάρβουνα μίας φωτιάς πλάι στο ποτάμι. Έβλεπα και τους διαβάτες ντυμένους στην τρίχα να επισκέπτονται την φωτιά του μα κανείς δεν του έδινε σημασία. Με φώναξε πήγα για λίγα λεπτά να του κάνω παρέα. Χάρηκε σαν του έδωσα κάτι από το περίσσευμα του. Έλαμψε το πρόσωπό του σκιάζοντας την λάμψη από τα λαμπιόνια και την σκηνοθετημένη φωτιά δίπλα σε κουστουμαρισμένους με κασκόλ ανθρώπους .Με παρακάλεσε να καθίσω μα ο χρόνος με πίεζε.
Και αυτά τα Χριστούγεννα πέρασαν σαν εκείνες τις θορυβώδεις στρακαστρούκες που έλαμψαν για λίγο μέσα στο παρδαλοστολισμένο σινιάκι της πόλης. Η αυλαία των εκδηλώσεων έπεσε .Τα φώτα , τα λαμπιόνια, οι πολυποίκιλες εκδηλώσεις, έσβησαν οι εορτές έλιωσαν σαν το λιγοστό χιόνι που έπεσε στην πόλη. Όμως εκείνα τα λόγια του φτωχού φίλου μου έλαμψαν σαν λαμπερός ήλιος στην ψυχή μου αυτά φετινά Χριστούγεννα. Ξημέρωνει το 2010 με U2 new year day να ακούγεται απο το cd player για να μου θυμήζει ότι άλλη μία μέρα σάν όλες τις άλλες ξημερώνει....
Απο καιρό ήθελα να σας γράψω για έναν μοναχικό φίλο στο χωριό μου.Τον γνώρισα πρίν χρόνια όταν ζουσα με το χαρτζιλίκι των δικών μου ένα καλοκαίρι.Μισά αυτός μισά εγω είχαμε μοιρασθεί ένα πιάτο φαγητου σε μία εκδρομή του σχολείου μιά και το χαρτζιλίκι δέν έφτανε να φάμε όπως τα πλουσιόπαιδα του χωριού μου.οικοδόμος σήμερα άνεργος ζεί με το ταμείο ανεργίας και κανα κλεφτό μεροκάματο.Χωρίς μάνα και πατέρα αλλα και με διάφορα άλλα προβλήματα υγείας.
Τον συνάντησα μετά πολλά χρόνια σε αθλία κατάσταση.Τα ρούχα του καταβρώμικα , του χάριζω ότι μπορώ να ντυθεί η τον κερνάω όποτε μπορώ .Το σπίτι του σκέτη τρώγλη σκέτο σπήλαιο ,.ούτε φώς ούτε ηλεκτρτικό μόνος του ζεί μιά ξυλόσομπα την βγάζει τους χειμώνες...¨οταν πήγα πέρσι τα χριστουγεννα να του δώσω κάτι ρούχα να ζεσταθεί τρόμαξε το μάτι μου.Απόρεσα πώς ζεί ο άνθρωπος αυτός μέσα σε εκείνο το σπήλαιο ούτε κάν σπίτι, ούτε ζώα δέν αντέχαν το κρύο και το σκοτάδι εκεί μέσα..
.
¨Ενα απόγευμα τον συνάντησα.¨εβρεχε ήταν στην γωνιά του καφενέ όπου συχνάζω .Πήγα να του κάνω παρέα.¨οσοι με βλέπουν μαζί του μου λένε ..καλά αυτόν βρήκες να κάνεις παρέα? δέν τον πλησιάζει κανένας ...δέν απαντώ. Στο μυαλό μου όποτε μου λέν έτσι μου έρχονται παραβολές της Καινής Διαθήκης για τον πλούσιο και φτωχό Λάζαρο.Την ταπεινή φάτνη όπου γεννήθηκε ο Κύριος..Τότε που πήγε να συναντήσει την Μαγδαλινή και οι μαθητές Του όλο απορία τον απέτρεπαν να πάει Μα Αυτός τους είπε ότι άνθρωποι σάν την μαγδαλινή Τον έχουν περισσότερο ανάγκη απο τους ήδη Χριστιανούς..και πολλά τετοια
Σήμερα εκεί που στεναχορέθηκα βλέποντάς τον πήγα και του κάνω παρέα να μάθω νέα του να μιλούσαμε.Στο τραπέζι δέν έιχε τίποτα όταν κάθησα.¨ηρθε ο υπέυθυνος του μαγαζιού , πιαναμε βλέπεις πολύτιμο κάθισμα περίμενε πελάτες, του είπε με έντονο ύφος...
-Αλλη φορά μην ξανάρθεις εδώ αν δέν παραγγείλεις τίποτα.Δουλεύω και έχω χασούρα μαζί σου.
-Ασε ,του είπα ,ότι θέλει τα κερνάω εγώ .Έφυγε και με την αγγαρεία στην φάτσα του μας έφερε καφέδες.
Μιλήσαμε επι ώρες..η πίκρα για τους ανθρώπους ζωγραφισμένη.Δέν φταίες εσυ που πεινάς που δέν έχεις στον ήλιο μόιρα..θα τους κανονίσω μου είπε όπως τους αρμόζει όλους μου είπε..¨οχι ΄φίλε δέν χρειάζετε ΄..
-Μπορεί σε τουτη την ζωή να υποφέρεις να πεινάς να είσαι σήμερα χωρίς χρήματα στο παλτό σου αλλα να είσαι σίγουρος πώς είσαι σε καλύτερη μοιρα.Αυτός που σου μίλησε έστι είναι ποιό φτωχός απο σένα.μπορεί να πίνει ουίσκια απέναντι να πάει σπίτι του με την λιμουζίνα να έχει καταθέσεις χρήματα , όνομα, λεφτα ,μα΄στερείται αυτό που έχουμε εμείς οι δύο .
-Και πότε θα πληρώσει για αυτά που κανει κάθε μέρα..με ρώτησε..
-Μην ανησυχείς έχει ο Θεός για όλους....όταν θα είναι ανασκελα και θα μετράει στα γεράματά του τα τετραγωνικά του ταβανιού ή τα εκατοστά του επίπλου και θα ανασκοπεί τι έκανε στην ζώή του τότε ανύμπορος να διορθώσει όσα έκανε στον εαυτό του σε σένα και στους άλλους τότε θα έρθει η δική του τιμωρία...και τότε εμείς θα είμαστε ακόμη όρθιοι στα πόδια του και εκείνος ούτε στο ένα πόδι του δέν θα είναι ικανός να σταθεί...έφυγα τον αποχαιρέτισα βλεποντας όλη την ματαιοδοξία των νεόπλουτων να αγωνιούν να επιπλέυσουν βουλιγμένοι στα δάνεια στα χρέη στην νεογκλαμούρα καταχρεωμένοι φτωχευμένοι στην ανθρωπιά στην αξιοπρέπεια να τα βάζουν με αδυνάτους φτωχους ανύμπορους ακόμη και ανέργους ...
Με χαιρέτισε λέγοντάς μου οτι είχα δίκιο ..
-Μαζεύουν δόξα φιγούρα και λεφτα για να τους κανουν αυτά συντροφιά πρίν πεθάνουν ενω εμείς πάλι στο ίδιο τραπέζι θα καθόμαστε να τα λέμε..
Ο τύπος αυτός όποτε με έβλεπε στενοχωρημένο με καταλαβαινε και χωρίς να ξέρει πάντα μου έλεγε τι έφταιγε απο διαίσθηση είχε απο αυτό το κάτι που λείπει σε όσους ζουν στα ρετιρέ ..το βίωμα την ανθρωπιά να μήν έχεις στον ήλιο μοίρα να έχεις ζήσει όσα οι άλλοι εκεί στα ρετιρέ και στα ζιβανσί δέν πρόκειται να ζήσουν σε άλλες δέκα ζωές.
-Τι είναι αυτό?
Η φτωχεια, η ανέχεια, η στέρηση, η περιφρόνυση, η απαξία των άλλων και ότι σουρνει απο πίσω της δικέ μου.Άυτός είναι ο μναχικός φίλος του χωριού μου και απο ανθρώπους σάν κι αυτόν θα μάθεις τι θα πεί να ζεί άνθρωπος να ζεί στο σκοτάδι του υπογείου τούτης της απάνθρωπης κοινωνίας μας ....
Περασμένα μεσάνυχτα έκανα έναν απολογισμό την χρονιά που πέρασε. Ανάμεικτες αναμνήσεις παρέλασαν στο μυαλό μου. Μία εξ αυτών ήταν εκείνες οι εξαντλητικές ημέρες όπου συμμετείχα στην περιοδεία ενός φιλικού προσώπου ο οποίος «κατέβηκε» ως υποψήφιος στις εκλογές. Το ποιο χρήσιμο που αποκόμισα ήταν η άμεση επικοινωνία που είχα με ανθρώπους της ξεχασμένης υπαίθρου πέραν της καθημερινής επαφής που έχω λόγω εργασίας με τους ανθρώπους των δεκάδων χωριών μας. Για άλλη μία φορά διαπίστωσα στο πετσί μου πόσο ο τόπος , η πατρίδα μου χάνεται , βουλιάζει, ερημώνει, χρόνο με τον χρόνο.
Στην περιοδεία συνάντησα μα κυρίως άκουσα με πολύ προσοχή τους ανθρώπους της ξεχασμένης αγροτοκτηνοτροφικής περιοχής μου. Χωριά ξεχασμένα μέσα σε επίγειους φυσικούς παραδείσους άλλα στην εγκατάλειψη, άλλα μισοερειπωμένα άλλα γεμάτα ζωή από όσους σε πείσμα της αστικοποίησης πεισματικά παραμένουν σ αυτά. Άκουσα λόγια σταράτα , απλά, αληθινά από ανθρώπους με ρυτιδωμένα πρόσωπα και ροζιασμένα χέρια του πραγματικού μόχθου , της σκληρής βιοπάλης. Στο άκουσμα τους έσφιγγες τα δόντια από συστολή αλλά και από πικρία για την κατάντια του τόπου .Ακολουθούν ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα διάλογων που σημείωνα σε ένα μπλοκάκι…
«Καλά έρχονται πρό εκλογών μα γρήγορα μας ξεχνάνε…Τους σιχαθήκαμε όλους…¨όλοι τα ίδια υπόσχονται καμία ελπίδα ..οι νέοι δεν μένουν στο χωριό , φεύγουν.. Ζήτησα από έναν βουλευτή λίγα ευρώ σε ώρα ανάγκης και έκαμνε ότι δεν με άκουγε…του λέγαμε τα προβλήματα του χωριού .Χτύπησε το κινητό του και σηκώθηκε άρον άρον να φύγει για το επόμενο χωριό…Λεφτά, δουλειά να ζήσουμε ποιος θα μας δώσει;…μας θυμόνται μόνο στα πανηγύρια, καλά τα γλέντια όμως διαρκούν μία ημέρα, εμείς πεινάμε ..επίδομα ψίχουλα εμπρός σε αυτά που δαπανάμε στα χωράφια και στους στάβλους…πήγα την νύφη μου στο κέντρο υγείας δεν υπήρχε γιατρός, πήγα την νύφη μου στο νοσοκομείο και με έστειλαν σε άλλο νοσοκομείο να ξεγεννήσει…όμως λεφτά ποιος θα μου δώσει για να πάω εκεί?…πότε θα μεταστεγαστούμε? το χωριό γέμισε σπίτια με ρωγμές από τα ορυχεία της ΔΕΗ…πέθανε τις προάλλες ο γείτονας από καρκίνο (λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα κάπνιζε το φουγάρο του εργοστασίου της ΔΕΗ) Αυτός που βλέπεις έχει πτυχίο είναι άνεργος μα δουλεύει στα χωράφια.. Όλοι τα ίδια μας λένε μέχρι να γίνουν βουλευτές , να εξαφανισθούτε… έρχονται μόνο στα πανηγύρια και παραμονές εκλογών.. Μας ξεχνάνε!.. Ποιά κρίση? Με 5 κινητά με 3 αυτοκίνητα , διακοποδάνεια σε κάθε σπίτι; …μόνοι μας τα γυρεύουμε και μας φορολογούνε!.. οι λαθρομετανάστες δουλέυουν , έχουν καταθέσεις. Οι δικοί μας δεν καταδέχονται …όλοι τους είναι ξαπλωμένοι στις καφετέριες δεν πάνε να δουλέψουν έστω και γι αυτά τα λίγα.. Μας έχουν εγκαταλείψει οι πάντες .. Παράτησα τις ανέσεις της μεγάλης πόλης πήρα την οικογένεια και ήρθα εδώ έστησα το βιός μου .Με δόντια και με νύχια παλεύω να επιβιώσω να κρατήσω τα παιδιά στο χωριό.. Βερεσέδια να δεί το μάτι σου!...Χρεωμένοι στις τράπεζες είμαστε.. του διπλανού μου του κατάσχεσαν πριν ένα μήνα τα πάντα!.. Οι άρχοντες μας χαιδέυουν για να φάνε απο την κουτάλα…να φάνε οι ίδιοι και οι ίδιοι ..όσο για εμάς στις επόμενες εκλογές θα μας θυμηθούνε και πάλι.. .Άν έφερνες να ζήσει κάποιον ένα χρόνο από την μεγάλη πόλη να ζήσει όπως ζούμε εμείς εδώ θα έφευγε νύχτα την επομένη…. Δέν ξέρω γράμματα γιέ μου ..πέστα μου απλά ..πεινάμε με την σύνταξη του ΟΓΑ ..να ξανά
ρθεις μην μας ξεχάσεις…έχεις να μου δώσεις τίποτα; ….."
Ανάμεσα στα ερειπωμένα πλίθινα ντουβάρια, τα λίγα ΙΧ , τα αγροτικά , οι γεωργικοί ελκυστήρες στους έρημους δρόμους, στα φτωχικά καφενεία με το λιτό διάκοσμο ,με δύο τρία άδεια τραπέζια ,με κιτρινισμένους τοίχους από καπνίλα, με ελάχιστο φωτισμό στα καλντερίμια, τα ελάχιστα φώτα στα σπίτια των κουρασμένων ανθρώπων, μία σόμπα παραπέρα να σιγοσβήνει…σκεφτόμουν τα λόγια των ανθρώπων αυτών. Κάποιες πλατείες , ένα κτίριο της κοινότητας , ένα μισογεμάτο σχολείο από παιδιά, με την γαλανόλευκη σημαία στο κοντάρι, κάποιες ξεχασμένες εκκλησιές , μερικοι δημόσιοι, οι λαπτήρες αλλα και ..κάδοι σκουπιδιών μου υπενθύμιζαν την ύπαρξη του κράτους .Λές και εβάδιζες χρόνια πολλά πίσω δεκαετίες. Πρίν όταν τότε τα χωριά έσφυζαν από νιάτα και ζωή, οι νύφες και οι γαμπροί έκτιζαν νέα σπίτια στα χωριά δεν πήγαιναν στην πόλη, υπήρχαν νέοι οι οποίοι σήμερα αρκετοί εξ αυτών ζούνε στις πόλεις. Πλειοψηφία η γερουσία σε λίγο και οι λαθρο η νόμιμοι μετανάστες , μειοψηφία οι νέοι. Γερασμένα ξεχασμένα χωριά της Φλώρινας στους κάμπους στα βουνά στις λίμνες άλλα με σπίτια φτωχικά άβαφα άλλα μικρά παλατάκια μα η σκληρή πάρα πολύ σκληρή ζωή των ανθρώπων αυτών , η πικρή πραγματικότητα, το σκληροτράχηλο βλέμμα τους σε κοιτάει , σε μελετάει σε καθηλώνει σαν μιλάει. Εύκολα λόγια σε παρόμοιες στιγμές δεν υπάρχουν , μόνο ακούς τα βάσανα και τις πίκρες που σου λένε.. Τι να τους πείς για σχέδια, μελέτες, προγράμματα, κόυφια λόγια, γαλάζιες ανανεώσεις πράσινες αναπτύξεις, λόγια του αέρα ή ερυθρές μπορούφες και θεωρίες ? Δέν καταλαβαίνουν από τέτοια οι σύγχρονοι ακρίτες οι πεινασμένοι και ξεχασμένοι. Τα κουστούμια , οι γραβάτες ,τα χρυσά μανικετόκουμπα, οι μερσέντες είναι ξένα στοιχεία για αυτούς .Μόνο στους γάμους ή στα βαφτίσια τα φοράνε βγάζοντας τα από την ναφθαλίνη.. Είναι παντελώς ξένα με την σκληρή πραγματικότητα του χωριού όταν το "πορτοφόλι και τα στομάχι" είναι άδειο….
Συνάνθρωποι ξεχασμένοι τόσο μακριά μα τόσο κοντά λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα διαμερίσματα των μικροαστικών πολυκατοικιών. Άνθρωποι που τα ασήμαντα των πόλεων τους φαντάζουν σαν πολυτέλεια στην ζωή τους. Η απουσία της κεντρικής εξουσίας πασιφανείς όπου και εάν πήγα. Αυτοί οι αφανείς ήρωες ακρίτες άλλοι φτωχοί άλλοι λιγότερο φτωχοί μόνο αυτοί ξέρουν τι σημαίνει εγκατάλειψη. Μία ξεχασμένη κοινωνία ανθρώπων ξεχασμένοι άνθρωποι που έχουν χάσει τον προσανατολισμό , την ελπίδα τους έρμαια αρκετοί εξ αυτών πλανώνται στα νύχια του κάθε τυχοδιώκτη του κάθε παμπόνηρου δυνάστη του κάθε καιροσκόπου. Αυτή είναι η ξεχασμένη αγροτιά στα χωριά μου. Άνθρωποι λίγα μέτρα πρίν τις πυραμίδες των συνόρων εδώ σε ξεχασμένα λαγκαδιά η βουνά της Φλώρινας της αρχαίας Λυγκιστίδας. Ζούνε σαν τους λησμονημένους μετέωρους ερημίτες με τα λιγοστά που έχουν .
Αργά νύχτα σαν επέστρεφα με το αμάξι του φίλου μου στην πόλη όλα αυτά σφραγισμένα στο μυαλό με ακολουθήσαν. Μία εικονική πραγματικότητα , ένα γαμπριάτικο κουστούμι, ένα φωτισμένο νυφικό φόρεμα αντίκρυσα στη νυχτερινή όψη στην είσοδο της πόλης σαν ερχόμουν από το Αρμενοχώρι. Μιά επίπλαστη εικόνα η πόλη της Φλώρινας που έκρυβε πολύ καλά μέσα της , ανάμεσα στις προεκλογικές αφίσες , έντεχνα όλη αυτή την δυστυχία, την φτώχια , την παρακμή , την ξεχασμένη αγροτική κοινωνία λίγα χιλιόμετρα παραέξω. Δίπλα μου ένας βαθυστόχαστα σιγοψιθύριζε με όσα είδε ότι «στους καιρούς της φτώχειας ξεγυμνώνονται και τα καλύτερα νοικοκυριά , σπίτια και κοινωνίες» Ένα πλασματικό κοντράστ ηλεκτροφωτισμένης ελπίδας στον πεζόδρομο και μία απέραντη σκοτεινιά στα χωριά που πήγα. Μία πόλη ένας ακριτικός Νομός το μόνο που του απέμειναν αν δεν «μεταναστεύσουν» κάποτε κι αυτά ένα εργοστάσιο, μερικές δημόσιες υπηρεσίες, μερικές δεκάδες καταστήματα λιγότερες βιοτεχνίες ,ανεργία στο 28% , χωριά πνιγμένα στην φτώχεια , στο κάρβουνο, στην δυστυχία, αγρότες που ζουν από τα τελευταία επιδόματα της Ευρώπης αλλά και από το καρτέλ στο γάλα. Μοναχικές φιγούρες τα χωριά αυτές οι μικρές κοινωνίες ανθρώπων που παλεύουν να ζήσουν αντιστεκόμενες στον ανελέητο βοριά , στην ανθρώπινη λήθη, στα σκληρά παζαρέματα των «μεγάλων», στην σκληρή ζωή της ξεχασμένης αγροτικής επαρχίας μου. Μέσα στα φωτισμένα κλουβιά των μικροαστικών πολυκατοικιών εγκλωβισμένοι στην ματαιότητα της άνεσης, της δήθεν πολυτέλειας με δανικά από τράπεζες , στα εύθραυστα της μικροαστικής καλοζωίας χάνουμε τον εαυτό μας, την ύπαρξη, την επαρχία, τα χωριά, τον τόπο , την πατρίδα μας εδώ απάνω στην ακρογωνιαία εσχατιά της στο αγνωνάρι της Ελλάδας που λέγεται Φλώρινα. Το έγκλημα του συγκεντρωτισμού, της αστικοποίησης, η σιωπηλή μετανάστευση επι χρόνια συντελείται αθόρυβα μα σταδιακά ερημώνει τις μικρές κοινωνίες των χωριών μου. Πολλά γεύονται οι λίγοι εν αντιθέσει με τα ελάχιστα που νέμονται οι πολλοί σε σημείο χωριανοί να κάνουν δημόσια ευχαριστήρια στους εκλεγμένους άρχοντες γιατί …έβαψαν το σχολείο ή κάποιος πλούσιος τους έκανε δώρο ένα κομπιούτερ, ένα εκτυπωτή στο ολιγομελές μορφωτικό σύλλογο του χωριού τους! Εκεί καταντήσαμε !.,.Να ευγνωμονούμε για τα ελάχιστα αυτονόητα για αυτά που δικαιούμαστε όλοι. Άνθρωποι των χωριών, των συνόρων έπρεπε να πληρώνονται που βαστάν ακόμη ζωντανά τα χωριά και την επαρχία παρέα με την μοναξιά, τον γερασμένο πληθυσμό, την ανεργία η την πενιχρή σύνταξη του ΟΓΑ. Άνθρωποι που κρατούν ακόμη στο τόπο τους πεισματικά.. Κι όμως οι άνθρωποι αυτοί έρμαια γίναν σαν παλάντζες μετέωροι και ξεχασμένοι να βολοδέρνουν στα κάλπικα του κάθε βολεμένου τυχοδιώκτη, εύκολα πιόνια στα βρώμικα παιχνίδια της σκακιέρας μεγάλων συμφερόντων, είτε πολιτικών είτε άλλων χρυσοκάνθαρων παχυλά ταϊσμένων αρχόντων σε εισαγωγικά ή μη.¨ Άνθρωποι της βιοπάλης πρέπει να βάλουν από το ανύπαρκτο υστέρημά τους «πλάτη» στο αδηφάγο φορομπηχτικό σύστημα ενός σπάταλου κράτους με χρυσά τζάκια και δυστυχία παραπέρα από την εξώπορτά τους… .Χωριανοί με τους γονείς και τα παιδιά τους γίνανε προεκλογικά προϊόντα εκμετάλλευσης της ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο στην ζωή τους. Αφελείς κουτοπόνηροι με την κάλπικη ελπίδα στο μυαλό τους πάλι θύματα γίνανε και πληρώνουν τα σπασμένα από τα γλέντια και τις σπατάλες. ¨Όλα κομμένα και ραμμένα για το κουστούμι που ράβουν κάποιοι μακριά σε χρυσά τζάκια και χρυσές σπιταρώνες. Τζάκια παντελώς ξένα με τα μύρια όσα προβλήματα των ξεχασμένων καμινάδων στα χωριά μου.
Θυμάμαι το εαυτό με την οικογένειά μου κάποτε πρό δεκαετιών σε ένα χωριό απ αυτά που περιόδευσα. Οι άνθρωποι τότε ήταν φτωχότεροι , φτωχότεροι από σήμερα μα είχαν στα πρόσωπά τους αυτό το «κάτι» που σπανίζει πλέον στις ημέρες μας. Το χαμόγελο την ζεστασιά το γέλιο και την ελπίδα στα πρόσωπά τους. Σήμερα τα χάσανε κι αυτά μέσα στο πλαστικό χρήμα, τα δάνεια, τις υποσχέσεις και άλλες κάλπικες ελπίδες .Στην εποχή του άκρατου τομαρισμού των πάντων αυτά είναι πλέον είδη προς εξαφάνιση